γελοιοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
γελοιοποιώ
- κάνω κάποιον ή κάτι να φαίνεται γελοίος
- η απόδραση του επικίνδυνου κακοποιού γελοιοποίησε τα μέτρα ασφαλείας
- κάνω κάτι να φαίνεται λιγότερο σοβαρό απ' ό,τι είναι, προσπαθώ να διασκεδάσω τις εντυπώσεις
Συγγενικά
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.