γελοιογράφος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η γελοιογράφος οι γελοιογράφοι
      γενική του/της γελοιογράφου των γελοιογράφων
    αιτιατική τον/τη γελοιογράφο τους/τις γελοιογράφους
     κλητική γελοιογράφε γελοιογράφοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γελοιογράφος < γελοί(ος) + -ο- + -γράφος

Ουσιαστικό

γελοιογράφος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.