γεγονώς
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | γεγονώς | ἡ | γεγονυῖᾰ | τὸ | γεγονός |
| γενική | τοῦ | γεγονότος | τῆς | γεγονυίᾱς | τοῦ | γεγονότος |
| δοτική | τῷ | γεγονότῐ | τῇ | γεγονυίᾳ | τῷ | γεγονότῐ |
| αιτιατική | τὸν | γεγονότᾰ | τὴν | γεγονυῖᾰν | τὸ | γεγονός |
| κλητική ὦ! | γεγονώς | γεγονυῖᾰ | γεγονός | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | γεγονότες | αἱ | γεγονυῖαι | τὰ | γεγονότᾰ |
| γενική | τῶν | γεγονότων | τῶν | γεγονυιῶν | τῶν | γεγονότων |
| δοτική | τοῖς | γεγονόσῐ(ν) | ταῖς | γεγονυίαις | τοῖς | γεγονόσῐ(ν) |
| αιτιατική | τοὺς | γεγονότᾰς | τὰς | γεγονυίᾱς | τὰ | γεγονότᾰ |
| κλητική ὦ! | γεγονότες | γεγονυῖαι | γεγονότᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | γεγονότε | τὼ | γεγονυίᾱ | τὼ | γεγονότε |
| γεν-δοτ | τοῖν | γεγονότοιν | τοῖν | γεγονυίαιν | τοῖν | γεγονότοιν |
| 3η&1η κλίση, Κατηγορία 'λελυκώς' όπως «λελυκώς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μετοχή
γεγονώς, γεγονυῖα, γεγονός (μετοχή ενεργητικού παρακειμένου)
- μετοχή παρακειμένου (γέγονα) του μεσοπαθητικού ρήματος γίγνομαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.