μικρογεγονός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μικρογεγονός | τα | μικρογεγονότα |
| γενική | του | μικρογεγονότος | των | μικρογεγονότων |
| αιτιατική | το | μικρογεγονός | τα | μικρογεγονότα |
| κλητική | μικρογεγονός | μικρογεγονότα | ||
| Κατηγορία όπως «γεγονός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
μικρογεγονός ουδέτερο
- γεγονός μικρής σημασίας,
Μεταφράσεις
μικρογεγονός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.