γαϊδουρίσιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γαϊδουρίσιος η γαϊδουρίσια το γαϊδουρίσιο
      γενική του γαϊδουρίσιου της γαϊδουρίσιας του γαϊδουρίσιου
    αιτιατική τον γαϊδουρίσιο τη γαϊδουρίσια το γαϊδουρίσιο
     κλητική γαϊδουρίσιε γαϊδουρίσια γαϊδουρίσιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γαϊδουρίσιοι οι γαϊδουρίσιες τα γαϊδουρίσια
      γενική των γαϊδουρίσιων των γαϊδουρίσιων των γαϊδουρίσιων
    αιτιατική τους γαϊδουρίσιους τις γαϊδουρίσιες τα γαϊδουρίσια
     κλητική γαϊδουρίσιοι γαϊδουρίσιες γαϊδουρίσια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

γαϊδουρίσιος < γαϊδούρ(ι) + -ίσιος

Προφορά

ΔΦΑ : /ɣai̯.ðuˈɾi.sços/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γαϊδουρίσιος

Επίθετο

γαϊδουρίσιος, -α, -ο

  1. γαϊδουρινός, σχετικός με το γάιδαρο
    γαϊδουρίσιο γάλα
  2. (μεταφορικά) αναίσθητος, ανάγωγος, αγενέστατος
     δείτε τη λέξη γαϊδουρινός για τη την υπομονή

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.