αγενέστατος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγενέστατος η αγενέστατη το αγενέστατο
      γενική του αγενέστατου της αγενέστατης του αγενέστατου
    αιτιατική τον αγενέστατο την αγενέστατη το αγενέστατο
     κλητική αγενέστατε αγενέστατη αγενέστατο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγενέστατοι οι αγενέστατες τα αγενέστατα
      γενική των αγενέστατων των αγενέστατων των αγενέστατων
    αιτιατική τους αγενέστατους τις αγενέστατες τα αγενέστατα
     κλητική αγενέστατοι αγενέστατες αγενέστατα
Θηλυκό, και αγενεστάτη, συνήθως ειρωνικά.
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αγενέστατος < αγεν(ής) + -έστατος < αρχαία ελληνική ἀγενέστατος

Επίθετο

αγενέστατος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.