γαϊδούρι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γαϊδούρι τα γαϊδούρια
      γενική του γαϊδουριού των γαϊδουριών
    αιτιατική το γαϊδούρι τα γαϊδούρια
     κλητική γαϊδούρι γαϊδούρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
γαϊδούρι

Ετυμολογία

γαϊδούρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γαϊδούριν <  δείτε τη λέξη γάιδαρος

Προφορά

ΔΦΑ : /ɣai̯.ðu.ɾi/
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: γαϊδούρι

Ουσιαστικό

γαϊδούρι ουδέτερο

Σύνθετα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.