γαϊδούρι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | γαϊδούρι | τα | γαϊδούρια |
| γενική | του | γαϊδουριού | των | γαϊδουριών |
| αιτιατική | το | γαϊδούρι | τα | γαϊδούρια |
| κλητική | γαϊδούρι | γαϊδούρια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

γαϊδούρι
Ετυμολογία
- γαϊδούρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γαϊδούριν < → δείτε τη λέξη γάιδαρος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɣai̯.ðu.ɾi/
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γαϊ‐δού‐ρι
Πηγές
- γαϊδούρι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.