γαστέρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | γαστέρα | οι | γαστέρες |
| γενική | της | γαστέρας | των | γαστέρων |
| αιτιατική | τη | γαστέρα | τις | γαστέρες |
| κλητική | γαστέρα | γαστέρες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γαστέρα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γαστέρα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική γαστήρ από την αιτιατική γαστέρα[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɣaˈste.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γα‐στέ‐ρα
Συγγενικά
- αγγάστρωτη
- αγγάστρωτος
- ανεμογγάστρι
- ανεμογγαστριά
- ανεμογγάστρωτη
- γαστερόποδα
- γάστρα
- γαστραλγία
- γαστρεκτομή
- γαστρεντερικός
- γαστρεντερίτιδα
- γαστρεντερολογία
- γαστρεντερολόγος
Μεταφράσεις
γαστέρα
|
Αναφορές
- γαστέρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.