γαστρεντερίτιδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γαστρεντερίτιδα οι γαστρεντερίτιδες
      γενική της γαστρεντερίτιδας των γαστρεντεριτίδων
& γαστρεντερίτιδων
    αιτιατική τη γαστρεντερίτιδα τις γαστρεντερίτιδες
     κλητική γαστρεντερίτιδα γαστρεντερίτιδες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γαστρεντερίτιδα < γαστρο- (< γαστήρ) + έντερο + ίτιδα

Ουσιαστικό

γαστρεντερίτιδα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.