γαστραλγία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γαστραλγία οι γαστραλγίες
      γενική της γαστραλγίας των γαστραλγιών
    αιτιατική τη γαστραλγία τις γαστραλγίες
     κλητική γαστραλγία γαστραλγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γαστραλγία < (λόγιο δάνειο) γαλλική gastralgie[1] < γαστρο- + -αλγία

Ουσιαστικό

γαστραλγία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.