γαστραλγία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | γαστραλγία | οι | γαστραλγίες |
| γενική | της | γαστραλγίας | των | γαστραλγιών |
| αιτιατική | τη | γαστραλγία | τις | γαστραλγίες |
| κλητική | γαστραλγία | γαστραλγίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γαστραλγία < (λόγιο δάνειο) γαλλική gastralgie[1] < γαστρο- + -αλγία
Μεταφράσεις
γαστραλγία
- γαστραλγία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.