γαστρεκτομή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | γαστρεκτομή | οι | γαστρεκτομές |
| γενική | της | γαστρεκτομής | των | γαστρεκτομών |
| αιτιατική | τη | γαστρεκτομή | τις | γαστρεκτομές |
| κλητική | γαστρεκτομή | γαστρεκτομές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
γαστρεκτομή θηλυκό
- (ιατρική): χειρουργική αφαίρεση τμήματος στομάχου
Μεταφράσεις
γαστρεκτομή
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.