γαρνίρισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | γαρνίρισμα | τα | γαρνιρίσματα |
| γενική | του | γαρνιρίσματος | των | γαρνιρισμάτων |
| αιτιατική | το | γαρνίρισμα | τα | γαρνιρίσματα |
| κλητική | γαρνίρισμα | γαρνιρίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γαρνίρισμα < γαρνίρω
Μεταφράσεις
γαρνίρισμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.