γαρνίρω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- γαρνίρω < (άμεσο δάνειο) ιταλική garnir(e) + -ω < μεσαιωνική λατινική garniare [1]
- Ή κατ' άλλη άποψη[2] (άμεσο δάνειο) γαλλική garnir (εφοδιάζω, εξοπλίζω) < φραγκική *wanjan που συνδέεται με λέξεις όπως η αγγλική warn (προειδοποιώ). Δείτε και τη μεσαιωνική ελληνική γαρνίζω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɣaɾˈni.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γαρ‐νί‐ρω
Ρήμα
γαρνίρω, αόρ.: γαρνίρισα, παθ.φωνή: γαρνίρομαι, π.αόρ.: γαρνιρίστηκα, μτχ.π.π.: γαρνιρισμένος
- προσθέτω κάτι σαν γαρνιτούρα
Συγγενικά
- αγαρνίριστος
- γαρνίρισμα
- γαρνιρισμένος
- γαρνιτούρα
- καλογαρνιρισμένος [3]
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Αναφορές
- γαρνίρω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- *γαρν* - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.