γαμιάς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | γαμιάς | οι | γαμιάδες |
| γενική | του | γαμιά | των | γαμιάδων |
| αιτιατική | τον | γαμιά | τους | γαμιάδες |
| κλητική | γαμιά | γαμιάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γαμιάς < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γαμ(έας) + -ιάς < γαμῶ (γαμώ)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɣaˈmɲas/ & /[[Παράρτημα:Προφορά/νέα ελληνικά|1.(με συνίζηση στην κατάληξη)]]/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γα‐μιάς
Ουσιαστικό
γαμιάς αρσενικό
- (χυδαίο, λαϊκότροπο) αυτός που γαμάει πολύ και έχει μεγάλη σεξουαλική δραστηριότητα
- γαμίκος
- γαμίκουλας
- γαμηστρόνι
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη γαμάω
Μεταφράσεις
Πηγές
- γαμιάς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- γαμιάς - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.