γαμίκουλας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | γαμίκουλας | οι | γαμίκουλες |
| γενική | του | γαμίκουλα | — | |
| αιτιατική | τον | γαμίκουλα | τους | γαμίκουλες |
| κλητική | γαμίκουλα | γαμίκουλες | ||
| Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γαμίκουλας (νεολογισμός) < γαμίκ(ος) + μεγεθυντικό επίθημα -ουλας > γαμάω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɣaˈmi.ku.las/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γα‐μί‐κου‐λας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.