γαλαντόμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γαλαντόμα οι γαλαντόμες
      γενική της γαλαντόμας των γαλαντόμων
    αιτιατική τη γαλαντόμα τις γαλαντόμες
     κλητική γαλαντόμα γαλαντόμες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γαλαντόμα < γαλαντόμος

Ουσιαστικό

γαλαντόμα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.