γίγγλυμος

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

γίγγλυμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γίγγλυμος

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈʝiŋ.ɡli.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γίγγλυμος

Ουσιαστικό

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γίγγλυμος οι γίγγλυμοι
      γενική του γιγγλύμου
& γίγγλυμου
των γιγγλύμων
    αιτιατική τον γίγγλυμο τους γιγγλύμους
& γίγγλυμους
     κλητική γίγγλυμε γίγγλυμοι
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

γίγγλυμος αρσενικό (σπανιότερα: γίγλυμος)

  1. (ανατομία) η κλείδωση, η άρθρωση δύο οστών έτσι ώστε η εξοχή του ενός να εισέρχεται και να περιστρέφεται ελεύθερα μέσα στην εσοχή του άλλου
  2. (μηχανική) ο μεταλλικός στροφέας της πόρτας, του παράθυρου ή κιβώτιου
     συνώνυμα: θαιρός, μεντεσές

Επίθετο

λείπει η κλίση γίγγλυμος -ος/-η -ο

  • που μοιάζει με γίγγλυμο
    η ποδοκνημική είναι μια γίγγλυμος άρθρωση

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική γίγγλυμος οἱ γίγγλυμοι
      γενική τοῦ γιγγλύμου τῶν γιγγλύμων
      δοτική τῷ γιγγλύμ τοῖς γιγγλύμοις
    αιτιατική τὸν γίγγλυμον τοὺς γιγγλύμους
     κλητική ! γίγγλυμε γίγγλυμοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  γιγγλύμω
γεν-δοτ τοῖν  γιγγλύμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γίγγλυμος < κίνγλυμος < κινῶ + γλύμμα (από το θέμα γλυμ-)  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

γίγγλυμος αρσενικό

  1. ο στρεφόμενος γόμφος της πόρτας
  2. οι στροφείς του θώρακα
  3. τρόπος φιλήματος

Υποκοριστικά

Παράγωγα

Απόγονοι

γίγγλυμος (αρχαία ελληνικά)

νέα ελληνικά: γίγγλυμος
νεολατινικά: ginglymus
αγγλικά: ginglumus

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.