γιγγλυμωτός
Αρχαία ελληνικά (grc)
Επίθετο
γιγγλυμωτός, -ή, -όν
- αυτός που έχει γιγγλύμους
- γιγγλυμωτάς σανίδας συγκλειομένας καλωδίοις (Φίλων, Μηχανική Σύνταξις)
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.