γιγγλυμοειδής
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γιγγλυμοειδής | η | γιγγλυμοειδής | το | γιγγλυμοειδές |
| γενική | του | γιγγλυμοειδούς* | της | γιγγλυμοειδούς | του | γιγγλυμοειδούς |
| αιτιατική | τον | γιγγλυμοειδή | τη | γιγγλυμοειδή | το | γιγγλυμοειδές |
| κλητική | γιγγλυμοειδή(ς) | γιγγλυμοειδής | γιγγλυμοειδές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γιγγλυμοειδείς | οι | γιγγλυμοειδείς | τα | γιγγλυμοειδή |
| γενική | των | γιγγλυμοειδών | των | γιγγλυμοειδών | των | γιγγλυμοειδών |
| αιτιατική | τους | γιγγλυμοειδείς | τις | γιγγλυμοειδείς | τα | γιγγλυμοειδή |
| κλητική | γιγγλυμοειδείς | γιγγλυμοειδείς | γιγγλυμοειδή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
γιγγλυμοειδής, -ής, -ές
- που μοιάζει με γίγγλυμο
- τοῦ γὰρ βραχίονος τὸ γιγγλυμοειδὲς (Ιπποκράτης, Περὶ ἀγμῶν)
Συνώνυμα
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.