γλύμμα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

γλύμμα < αρχαία ελληνική γλύμμα

Ουσιαστικό

γλύμμα ουδέτερο

  1. κοίλωμα ή σκάλισμα που γίνεται με γλυφή

Συγγενικά

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

γλύμμα < γλύφ-μα < γλύφω

Ουσιαστικό

γλύμμα ουδέτερο

  1. σκάλισμα, σφραγίδα, ανάγλυφη ή εγχάρακτη φιγούρα

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.