γάβρος
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈɣa.vɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γά‐βρος
- ομόηχο: γαύρος
Ετυμολογία 1
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | γάβρος | οι | γάβροι |
| γενική | του | γάβρου | των | γάβρων |
| αιτιατική | τον | γάβρο | τους | γάβρους |
| κλητική | γάβρε | γάβροι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Το δέντρο γάβρος.
- γάβρος < αρχαία ελληνική αμάρτυρος τύπου *γράβος, με μετάθεση του ρ ή σλαβικής προέλευσης граб < πρωτοσλαβική *grab(r)ъ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *grābʰ[1]
Ουσιαστικό
γάβρος αρσενικό
- (δέντρο) το δέντρο με την επιστημονική ονομασία Carpinus
- άλλες μορφές: γράβος
-
γάβρος στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
γάβρος
|
Ετυμολογία 2
- γάβρος: διαφορετική γραφή
Αναφορές
- «γάβρος» (και τοπωνύμια) - Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
- «γάβρος και γαύρος» - Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.