βυσσός

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική βυσσός οἱ βυσσοί
      γενική τοῦ βυσσοῦ τῶν βυσσῶν
      δοτική τῷ βυσσ τοῖς βυσσοῖς
    αιτιατική τὸν βυσσόν τοὺς βυσσούς
     κλητική ! βυσσέ βυσσοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βυσσώ
γεν-δοτ τοῖν  βυσσοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βυσσός < *βυθ-i̯ος ή *βυθ-σος ποιητικός τύπος του [[βυθός}grc#Νέα ελληνικά (el)|βυθός}grc]]

Ουσιαστικό

βυσσός

  1. άλλη μορφή του βυθός, βύθος ο πυθμένας της θάλασσας
  2. μορφή του θηλυκού βύσσος

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.