ῥάκος
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ῥάκος < θωρείτο πιθανόν (αλλά όχι πια) να συγγενεύει με το ῥήγνυμι, ρίζα Fραγ-
Ουσιαστικό
ῥάκος, -εος/-ους ουδέτερο (γενική: τοῦ ράκεος, πληθ.: ῥάκεα και ῥάκη)
- κουρελιασμένο ρούχο, ύφασμα
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 6 (ζ. Ὀδυσσέως ἄφιξις εἰς Φαίακας.), στίχ. 178 (στίχοι 178-179)
- ἄστυ δέ μοι δεῖξον, δὸς δὲ ῥάκος ἀμφιβαλέσθαι, | εἴ τί που εἴλυμα σπείρων ἔχες ἐνθάδ᾽ ἰοῦσα.
- Και σου ζητώ την πόλη να μου δείξεις, κι ένα κουρέλι να σκεπαστώ, | αν έχεις φέρει εδώ μαζί σου κάποιο πανί, να με τυλίξει.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- ἄστυ δέ μοι δεῖξον, δὸς δὲ ῥάκος ἀμφιβαλέσθαι, | εἴ τί που εἴλυμα σπείρων ἔχες ἐνθάδ᾽ ἰοῦσα.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἑλένη, στίχ. 1079 (1079-1080)
- καὶ μὴν τάδ᾽ ἀμφίβληστρα σώματος ῥάκη | ξυμμάρτυρές σοι ναυτικῶν ἐρειπίων.
- Και τα κουρέλια που ᾽χω φορεσιά μου | για το ναυάγιο θα μιλούν καθάρια.
- Μετάφραση (2006): Τάσος Ρούσσος, Αθήνα: ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
- καὶ μὴν τάδ᾽ ἀμφίβληστρα σώματος ῥάκη | ξυμμάρτυρές σοι ναυτικῶν ἐρειπίων.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 6 (ζ. Ὀδυσσέως ἄφιξις εἰς Φαίακας.), στίχ. 178 (στίχοι 178-179)
- κουρέλι
- ταινία, λωρίδα
- κομμάτι σώματος, λωρίδα σάρκας
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Προμηθεὺς δεσμώτης, στίχ. 1023 (1021-1023)
- Διὸς δέ σοι | πτηνὸς κύων, δαφοινὸς αἰετός, λάβρως | διαρταμήσει σώματος μέγα ῥάκος,
- μα ο φτερωτός του Δία ο σκύλος | με στόμα λαίμαργο, ο αητός, στο αίμα βαμμένο | τρανά ξεσκλίδια το κορμί θα σου λιανίσει,
- Μετάφραση (1930): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Εστία @greek‑language.gr
- Διὸς δέ σοι | πτηνὸς κύων, δαφοινὸς αἰετός, λάβρως | διαρταμήσει σώματος μέγα ῥάκος,
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Προμηθεὺς δεσμώτης, στίχ. 1023 (1021-1023)
- ξαντό
- (μεταφορικά) λείψανο, υπόλοιπο, υπόλειμμα, κάτι κατεστραμμένο
- ※ 4oς πκε αιώνας ⌘ Αριστοτέλης, Ρητορική, 3.1413a
- ἔστιν γὰρ εἰκάσαι τὴν ἀσπίδα φιάλῃ Ἄρεως καὶ τὸ ἐρείπιον ῥάκει οἰκίας,
- Μπορεί, πράγματι, να παρομοιάσει κανείς την ασπίδα με την κούπα του Άρη και το ερείπιο με «κουρέλι» σπιτιού·
- Μετάφραση (2004), Δημήτριος Λυπουρλής @greek‑language.gr
- ἔστιν γὰρ εἰκάσαι τὴν ἀσπίδα φιάλῃ Ἄρεως καὶ τὸ ἐρείπιον ῥάκει οἰκίας,
- ※ 3ος/2ος πκε αιώνας ⌘ Παλαιά Διαθήκη,Εσθήρ , 4.27a, κατά την Μετάφραση των Εβδομήκοντα @scaife.perseus
- βδελύσσομαι αὐτὸ ὡς ῥάκος καταμηνίων, καὶ οὐ φορῶ αὐτὸ ἐν ἡμέραις ἡσυχίας μου.
- ※ 4oς πκε αιώνας ⌘ Αριστοτέλης, Ρητορική, 3.1413a
- γδαρμένο κομμάτι από δέρμα ζωντανού πλάσματος
- Διὸς δέ τοί πτηνὸς κύων, δαφοινὸς αἰετός, λάβρως διαρταμήσει σώματος μέγα ῥάκος
- (στον πληθ.) ρυτίδες προσώπου
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Πλοῦτος, στίχ. 1065 (1064-1065)
- εἰ δ᾽ ἐκπλυνεῖται τοῦτο τὸ ψιμύθιον, | ὄψει κατάδηλα τοῦ προσώπου τὰ ῥάκη.
- Μ᾽ αν πλυθεί και της φύγει το φκιασίδι, | θα φανούν του προσώπου της τα ράκη.
- Μετάφραση (1956): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Ι. Ν. Ζαχαρόπουλος @greek‑language.gr
- εἰ δ᾽ ἐκπλυνεῖται τοῦτο τὸ ψιμύθιον, | ὄψει κατάδηλα τοῦ προσώπου τὰ ῥάκη.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Πλοῦτος, στίχ. 1065 (1064-1065)
- αιολικός τύπος : βράκος (ως ένα είδος ενδύματος, δεν έχει την έννοια του κουρελιασμένου ρούχου)
Συγγενικά
- ῥάκιον: υποκοριστικό του ῥάκος
- ῥακιοσυρραπτάδης
- ῥακοδύτης
- ῥακόδυτος
- ῥακόεις
- ῥακοφορέω
- ῥακόω
Πηγές
- ῥάκος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ῥάκος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.