βοθροκαθαριστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βοθροκαθαριστής οι βοθροκαθαριστές
      γενική του βοθροκαθαριστή των βοθροκαθαριστών
    αιτιατική τον βοθροκαθαριστή τους βοθροκαθαριστές
     κλητική βοθροκαθαριστή βοθροκαθαριστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βοθροκαθαριστής < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

βοθροκαθαριστής αρσενικό

  • (επάγγελμα) ο υπάλληλος που επιτελεί έργο καθαρισμού

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.