βυρσοδέψης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | βυρσοδέψης | οι | βυρσοδέψες |
| γενική | του | βυρσοδέψη | των | βυρσοδεψών |
| αιτιατική | τον | βυρσοδέψη | τους | βυρσοδέψες |
| κλητική | βυρσοδέψη | βυρσοδέψες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βυρσοδέψης < αρχαία ελληνική βυρσοδέψης < βύρσα + δέψω
Ουσιαστικό
βυρσοδέψης αρσενικό ή θηλυκό (θηλυκό βυρσοδέψις)
- (επάγγελμα) ο τεχνίτης/βιοτέχνης που κατεργάζεται δέρματα
- (επάγγελμα) ο ιδιοκτήτης βυρσοδεψείου
Συνώνυμα
- γναφεύς / γναφέας / γναφιάς
- δερματουργός
- πετσάς
- σκυτοτόμος
- ταμπάκης
- τομαράς
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.