βυρσοδεψικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βυρσοδεψικός η βυρσοδεψική το βυρσοδεψικό
      γενική του βυρσοδεψικού της βυρσοδεψικής του βυρσοδεψικού
    αιτιατική τον βυρσοδεψικό τη βυρσοδεψική το βυρσοδεψικό
     κλητική βυρσοδεψικέ βυρσοδεψική βυρσοδεψικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βυρσοδεψικοί οι βυρσοδεψικές τα βυρσοδεψικά
      γενική των βυρσοδεψικών των βυρσοδεψικών των βυρσοδεψικών
    αιτιατική τους βυρσοδεψικούς τις βυρσοδεψικές τα βυρσοδεψικά
     κλητική βυρσοδεψικοί βυρσοδεψικές βυρσοδεψικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

βυρσοδεψικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή βυρσοδεψικός[1][2] < αρχαία ελληνική βυρσοδέψης < βύρσα + δέφω

Προφορά

ΔΦΑ : /viɾ.so.ðe.psiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βυρσοδεψικός

Επίθετο

βυρσοδεψικός

  1. που έχει σχέση με τον βυροσδέψη ή το βυρσοδεψείο ή αναφέρεται σ’ αυτά
  2. (ουσιαστικοποιημένο)  δείτε τη λέξη βυρσοδεψική

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
  2. βυρσοδεψ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.