βιοτέχνης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βιοτέχνης οι βιοτέχνες
      γενική του βιοτέχνη των βιοτεχνών
    αιτιατική τον βιοτέχνη τους βιοτέχνες
     κλητική βιοτέχνη βιοτέχνες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βιοτέχνης < βιοτεχν(ία) + -ης (αναδρομικός σχηματισμός).[1] Μορφολογικά αναλύεται σε βιο- + -τέχνης

Προφορά

ΔΦΑ : /vi.oˈte.xnis/

Ουσιαστικό

βιοτέχνης αρσενικό ή θηλυκό

  • (επάγγελμα) ιδιοκτήτης βιοτεχνίας, ασχολούμενος με τη βιοτεχνία

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.