βιοτέχνης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | βιοτέχνης | οι | βιοτέχνες |
| γενική | του | βιοτέχνη | των | βιοτεχνών |
| αιτιατική | τον | βιοτέχνη | τους | βιοτέχνες |
| κλητική | βιοτέχνη | βιοτέχνες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βιοτέχνης < βιοτεχν(ία) + -ης (αναδρομικός σχηματισμός).[1] Μορφολογικά αναλύεται σε βιο- + -τέχνης
Προφορά
- ΔΦΑ : /vi.oˈte.xnis/
Ουσιαστικό
βιοτέχνης αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) ιδιοκτήτης βιοτεχνίας, ασχολούμενος με τη βιοτεχνία
Συγγενικά
Αναφορές
- βιοτέχνης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.