βύρσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βύρσα | οι | βύρσες |
| γενική | της | βύρσας | των | βυρσών |
| αιτιατική | τη | βύρσα | τις | βύρσες |
| κλητική | βύρσα | βύρσες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βύρσα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βύρσα
Ουσιαστικό
βύρσα θηλυκό
- (λόγιο) το δέρμα ενός ζώου που έχει υποστεί ειδική κατεργασία για να έχει μεγάλη αντοχή σε φθορές λόγω σκληρής χρήσης
Σύνθετα
Μεταφράσεις
κατεργασμένο δέρμα
|
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | βύρσᾰ | αἱ | βύρσαι |
| γενική | τῆς | βύρσης | τῶν | βυρσῶν |
| δοτική | τῇ | βύρσῃ | ταῖς | βύρσαις |
| αιτιατική | τὴν | βύρσᾰν | τὰς | βύρσᾱς |
| κλητική ὦ! | βύρσᾰ | βύρσαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βύρσᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | βύρσαιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'γλῶσσα', Κατηγορία 'δόξα' όπως «δόξα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Σύνθετα
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
- Λέξεις βυρσ- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- βύρσα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βύρσα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.