ειλητό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ειλητό τα ειλητά
      γενική του ειλητού των ειλητών
    αιτιατική το ειλητό τα ειλητά
     κλητική ειλητό ειλητά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ειλητό < (ελληνιστική κοινή) εἰλητός < αρχαία ελληνική εἰλέω < εἴλω

Ουσιαστικό

ειλητό ουδέτερο

  1. (θρησκεία) λινό ύφασμα που καλύπτει την αγία τράπεζα, πάνω στο οποίο υπάρχει η εικόνα του τάφου του Χριστού
  2. ειλητάριο (είδος βιβλίου από διάφορα υλικά (περγαμηνή, πάπυρο, χαρτί), τυλιγμένο γύρω από έναν άξονα. Διαβάζεται σε κάθετη ή (σπανιότερα) οριζόντια διάταξη)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ειλητό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.