βραδυπορία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βραδυπορία | οι | βραδυπορίες |
| γενική | της | βραδυπορίας | των | βραδυποριών |
| αιτιατική | τη | βραδυπορία | τις | βραδυπορίες |
| κλητική | βραδυπορία | βραδυπορίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βραδυπορία < βραδυπορ(ώ) + -ία. Αναλύεται σε βραδυ- + -πορία
Μεταφράσεις
βραδυπορία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.