βραδύπους

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βραδύπους οι βραδύποδες
      γενική του βραδύποδος των βραδυπόδων
    αιτιατική τον βραδύποδα τους βραδύποδες
     κλητική βραδύπους βραδύποδες
Λόγια κλίση. Δείτε και «ο βραδύποδας»
Κατηγορία όπως «βραδύπους» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βραδύπους < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βραδύπους (επίθετο). Μορφολογικά αναλύεται σε βραδύ- + -πους

Επίθετο

βραδύπους, -ους, -ουν [1]

  1. αργοκίνητος, που περπατάει αργά
     αντώνυμα: ταχύπους, γοργόποδος
  2. ζωολογία, ταξινομικό επίθετο) που έχει τα χαρακτηριστικά των ζώων που ανήκουν στο γένος: Βραδύπους (Bradypus)

Ουσιαστικό

βραδύπους, -ποδος αρσενικό

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / βραδύπους τὸ βραδύπουν
      γενική τοῦ/τῆς βραδύποδος τοῦ βραδύποδος
      δοτική τῷ/τῇ βραδύπόδ τῷ βραδύποδ
    αιτιατική τὸν/τὴν βραδύποδ τὸ βραδύπουν
     κλητική ! βραδύπους βραδύπουν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ βραδύποδες τὰ βραδύποδ
      γενική τῶν βραδυπόδων τῶν βραδυπόδων
      δοτική τοῖς/ταῖς βραδύποσῐ(ν) τοῖς βραδύποσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς βραδύποδᾰς τὰ βραδύποδ
     κλητική ! βραδύποδες βραδύποδ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ βραδύποδε τὼ βραδύποδε
      γεν-δοτ τοῖν βραδυπόδοιν τοῖν βραδυπόδοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ταχύπους' όπως «ταχύπους» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

βραδύπους < βραδύ- + -πους

Ουσιαστικό

βραδύπους, -ους, -ουν, γενική: -ποδος

Πηγές

  1. βραδύπους - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.