βραδύποδας
Νέα ελληνικά (el)

Τριδάκτυλος βραδύπους με καφέ λαιμό (Bradypus variegatus) στον Παναμά
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | βραδύποδας | οι | βραδύποδες |
| γενική | του | βραδύποδα | των | βραδυπόδων |
| αιτιατική | τον | βραδύποδα | τους | βραδύποδες |
| κλητική | βραδύποδα | βραδύποδες | ||
| Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βραδύποδας < αρχαία ελληνική βραδύπους < βραδύς + πους
Ουσιαστικό
βραδύποδας αρσενικό
- (λόγιο) βραδύπους
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.