βραδύποδας

Νέα ελληνικά (el)

Τριδάκτυλος βραδύπους με καφέ λαιμό (Bradypus variegatus) στον Παναμά
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βραδύποδας οι βραδύποδες
      γενική του βραδύποδα των βραδυπόδων
    αιτιατική τον βραδύποδα τους βραδύποδες
     κλητική βραδύποδα βραδύποδες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βραδύποδας < αρχαία ελληνική βραδύπους < βραδύς + πους

Ουσιαστικό

βραδύποδας αρσενικό

  1. (θηλαστικό ζώο) μικρά θηλαστικά (50-75 εκ. ύψος, 4-7 κιλά βάρος) της οικογένειας των Βραδυποδιδών (Bradypodidae) που ζουν στις τροπικές ζώνες της Κεντρικής και της Νότιας Αμερικής
    Πιθανότατα τα πιο νωθρά θηλαστικά στον πλανήτη, οι βραδύποδες μοιάζουν να περνούν όλη τη ζωή τους σε αργή κίνηση. (*)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.