βουλλώνω
Νέα ελληνικά (el)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- βουλλώνω < αρχαία ελληνική βουλλόω
Ρήμα
βουλλώνω θηλυκό
- σφραγίζω με βούλα
- ※ ἔγραψαν τὰ χαρτία, τὲς συμφωνίες ἐκεῖνες· μεθ᾿ ὅρκου γὰρ τὰ ἔποικαν κ᾿ ἐνταῦτα τὰ ἐβουλλῶσαν (Ανωνύμου, 14ος αιώνας. Χρονικόν του Μορέως, 126)
- και (μεταφορικά) επικυρώνω
- βάζω αναγνωριστικό σημάδι
- στιγματίζω με πυρακτωμένο σίδερο
- (μεταφορικά)
- (μεσοπαθητικό) εξαλείφομαι
- δημεύω
Συγγενικά
- βούλλα
- βούλλωμα, βούλλωμαν
- βουλλωτήρι, βουλλωτήριν
- βουλλωτός
Πηγές
- Τόμος Δ', σελ.170 και 171 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.