Βοτανικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Βοτανικός | οι | Βοτανικοί |
| γενική | του | Βοτανικού | των | Βοτανικών |
| αιτιατική | τον | Βοτανικό | τους | Βοτανικούς |
| κλητική | Βοτανικέ | Βοτανικοί | ||
| Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Βοτανικός < ουσιαστικοποιημένο αρσενικό του επιθέτου βοτανικός[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /vo.ta.niˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βο‐τα‐νι‐κός
Κύριο όνομα
Βοτανικός αρσενικό
- συνοικία της Αθήνας
- ※ Από αριστερή σκοπιά μιλώντας, η ιστορία με το γήπεδο στον Βοτανικό, ή σε οποιοδήποτε άλλο κεντρικό μέρος της πόλης, συμπεριλαμβανομένης της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, σηκώνει πολλή κουβέντα (Χριστόφορος Κάσδαγλης. Το γαμώτο ενός παναθηναϊκού, (Αθήνα: Καστανιώτης, 2010) ISBN 978-960-03-5103-3)
- ※ Του Βοτανικού ο μάγκας πέθανε την Κυριακή / και τον κλάψαν οι κοπέλες κι όλοι οι φίλοι οι καρδιακοί. (τραγούδι: Του Βοτανικού ο μάγκας, 1963, ερμηνεία/μουσική Γρηγόρης Μπιθικώτσης, στίχοι: Λάκης Τσώλης)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη βοτανικός
-
Βοτανικός στη Βικιπαίδεια

Αναφορές
- Καιροφύλας, Γιάννης (1995). Τοπωνύμια της Αθήνας, του Πειραιά και των περιχώρων. Αθήνα: Φιλιππότης. ISBN 9789602950746.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.