βολοδέρνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

βολοδέρνω < σλαβικής προέλευσης вол (βόδι) + деря < драть (γδέρνω) (δηλαδή γδάρτης βοϊδοτόμαρων που περιπλανιόταν).[1]
Κατ' άλλη άποψη, < βόλος + δέρνω, με κυριολεκτική σημασία: «σβαρνίζω το χώμα»,[2] «σπάζω του βώλους της οργωμένης γης».[3] Με γραφή βώλος όπως η αρχαία ελληνική βῶλος (βόλος, σβώλος). Οπότε προτείνεται η γραφή βωλοδέρνω.[4][5][3]

Προφορά

ΔΦΑ : /vo.loˈðeɾ.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βολοδέρνω

Ρήμα

βολοδέρνω, πρτ.: βολόδερνα ελλειπτικό ρήμα χωρίς παθητική φωνή

  1. περιπλανιέμαι
  2. (κατ’ επέκταση) ταλαιπωρούμαι, βασανίζομαι

Κλίση

    πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
    α' ενικ. βολοδέρνω βολόδερνα θα βολοδέρνω να βολοδέρνω βολοδέρνοντας
    β' ενικ. βολοδέρνεις βολόδερνες θα βολοδέρνεις να βολοδέρνεις βολόδερνε
    γ' ενικ. βολοδέρνει βολόδερνε θα βολοδέρνει να βολοδέρνει
    α' πληθ. βολοδέρνουμε βολοδέρναμε θα βολοδέρνουμε να βολοδέρνουμε
    β' πληθ. βολοδέρνετε βολοδέρνατε θα βολοδέρνετε να βολοδέρνετε βολοδέρνετε
    γ' πληθ. βολοδέρνουν(ε) βολόδερναν
    βολοδέρναν(ε)
    θα βολοδέρνουν(ε) να βολοδέρνουν(ε)

    Μεταφράσεις

    Αναφορές

    1. βολοδέρνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
    2. s.v. «βώλος» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
    3. «βωλοδέρνω» - Ανδριώτης, Νικόλαος Παντελής (1983) Ετυμολογικό λεξικό της κοινής νεοελληνικής. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη). ISBN 9602310367. Έκδοση 3η, φωτοτυπική με διορθώσεις και προσθήκες του συγγραφέα. (1η έκδ:1951, 2η έκδ:1967)
    4. «βωλοδέρνω» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
    5. «βωλοδέρνω» - Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
    This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.