γδέρνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

γδέρνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἐγδέρνω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἐκδέρω[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈɣðeɾ.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γδέρνω

Ρήμα

γδέρνω, αόρ.: έγδαρα, παθ.φωνή: γδέρνομαι, π.αόρ.: γδάρθηκα, μτχ.π.π.: γδαρμένος

  1. αφαιρώ εξολοκλήρου το δέρμα από ένα νεκρό ζώο
  2. προκαλώ με αιχμηρό αντικείμενο ένα γδάρσιμο
  3. (μεταφορικά) παίρνω πολλά χρήματα από κάποιον πουλώντας του κάτι σε υπερβολική τιμή

Συγγενικά

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.