γδάρτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γδάρτης οι γδάρτες
      γενική του γδάρτη των γδαρτών
    αιτιατική τον γδάρτη τους γδάρτες
     κλητική γδάρτη γδάρτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γδάρτης < γδέρνω (έγδαρα) + -της

Ουσιαστικό

γδάρτης αρσενικό

  1. (παρωχημένο, επάγγελμα) αυτός που γδέρνει σφάγια
     συνώνυμα: εκδορέας
  2. (μεταφορικά) αυτός που βγάζει υπερβολικό κέρδος εκμεταλλευόμενος τους άλλους

Συγγενικά

Παροιμίες

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.