βωλοδέρνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

βωλοδέρνω < η γραφή του βολοδέρνω, όπως στα λεξικά Μπαμπινιώτη,[1][2] Δημητράκου,[3], Ετυμολογικό του Ανδριώτη[4] κατά την άποψη, ότι η ετυμολόγηση < βόλος + δέρνω, γράφεται με την ετυμολογική με γραφή βώλος όπως η αρχαία ελληνική βῶλος (βόλος, σβώλος).

Προφορά

ΔΦΑ : /vo.loˈðeɾ.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βωλοδέρνω

Ρήμα

βωλοδέρνω, πρτ.: βωλόδερνα ελλειπτικό ρήμα χωρίς παθητική φωνή

Κλίση

    πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
    α' ενικ. βωλοδέρνω βωλόδερνα θα βωλοδέρνω να βωλοδέρνω βωλοδέρνοντας
    β' ενικ. βωλοδέρνεις βωλόδερνες θα βωλοδέρνεις να βωλοδέρνεις βωλόδερνε
    γ' ενικ. βωλοδέρνει βωλόδερνε θα βωλοδέρνει να βωλοδέρνει
    α' πληθ. βωλοδέρνουμε βωλοδέρναμε θα βωλοδέρνουμε να βωλοδέρνουμε
    β' πληθ. βωλοδέρνετε βωλοδέρνατε θα βωλοδέρνετε να βωλοδέρνετε βωλοδέρνετε
    γ' πληθ. βωλοδέρνουν(ε) βωλόδερναν
    βωλοδέρναν(ε)
    θα βωλοδέρνουν(ε) να βωλοδέρνουν(ε)

    Μεταφράσεις

    Αναφορές

    1. s.v. «βώλος» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
    2. «βωλοδέρνω» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
    3. «βωλοδέρνω» - Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
    4. «βωλοδέρνω» - Ανδριώτης, Νικόλαος Παντελής (1983) Ετυμολογικό λεξικό της κοινής νεοελληνικής. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη). ISBN 9602310367. Έκδοση 3η, φωτοτυπική με διορθώσεις και προσθήκες του συγγραφέα. (1η έκδ:1951, 2η έκδ:1967)
    This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.