βωλοδέρνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /vo.loˈðeɾ.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βω‐λο‐δέρ‐νω
Ρήμα
βωλοδέρνω, πρτ.: βωλόδερνα ελλειπτικό ρήμα χωρίς παθητική φωνή
Κλίση
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
|---|---|---|---|---|---|---|
| α' ενικ. | βωλοδέρνω | βωλόδερνα | θα βωλοδέρνω | να βωλοδέρνω | βωλοδέρνοντας | |
| β' ενικ. | βωλοδέρνεις | βωλόδερνες | θα βωλοδέρνεις | να βωλοδέρνεις | βωλόδερνε | |
| γ' ενικ. | βωλοδέρνει | βωλόδερνε | θα βωλοδέρνει | να βωλοδέρνει | ||
| α' πληθ. | βωλοδέρνουμε | βωλοδέρναμε | θα βωλοδέρνουμε | να βωλοδέρνουμε | ||
| β' πληθ. | βωλοδέρνετε | βωλοδέρνατε | θα βωλοδέρνετε | να βωλοδέρνετε | βωλοδέρνετε | |
| γ' πληθ. | βωλοδέρνουν(ε) | βωλόδερναν βωλοδέρναν(ε) |
θα βωλοδέρνουν(ε) | να βωλοδέρνουν(ε) |
Μεταφράσεις
βωλοδέρνω
|
Αναφορές
- s.v. «βώλος» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- «βωλοδέρνω» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- «βωλοδέρνω» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- «βωλοδέρνω» - Ανδριώτης, Νικόλαος Παντελής (1983) Ετυμολογικό λεξικό της κοινής νεοελληνικής. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη). ISBN 960‑231‑036‑7. Έκδοση 3η, φωτοτυπική με διορθώσεις και προσθήκες του συγγραφέα. (1η έκδ:1951, 2η έκδ:1967)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.