περιπλανιέμαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- περιπλανιέμαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική περιπλανάομαι / περιπλανῶμαι + -ιέμαι. Συγχρονικά αναλύεται σε περι- + πλανιέμαι
Προφορά
- ΔΦΑ : /pe.ɾi.plaˈɲe.me/
Ρήμα
περιπλανιέμαι, π.αόρ.: περιπλανήθηκα, μτχ.π.π.: περιπλανημένος, χωρίς ενεργητική φωνή (αποθετικό ρήμα)
- περιπλανώμαι (λόγιο)
Συγγενικά
- περιπλάνηση
- περιπλανώμενος
- και → δείτε τη λέξη πλανήτης και το αρχαίο πλανάω
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | περιπλανιέμαι | περιπλανιόμουν(α) | θα περιπλανιέμαι | να περιπλανιέμαι | ||
| β' ενικ. | περιπλανιέσαι | περιπλανιόσουν(α) | θα περιπλανιέσαι | να περιπλανιέσαι | ||
| γ' ενικ. | περιπλανιέται | περιπλανιόταν(ε) | θα περιπλανιέται | να περιπλανιέται | ||
| α' πληθ. | περιπλανιόμαστε | περιπλανιόμαστε περιπλανιόμασταν |
θα περιπλανιόμαστε | να περιπλανιόμαστε | ||
| β' πληθ. | περιπλανιέστε | περιπλανιόσαστε περιπλανιόσασταν |
θα περιπλανιέστε | να περιπλανιέστε | περιπλανιέστε | |
| γ' πληθ. | περιπλανιούνται | περιπλανιόνταν(ε) περιπλανιούνταν περιπλανιόντουσαν |
θα περιπλανιούνται | να περιπλανιούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | περιπλανήθηκα | θα περιπλανηθώ | να περιπλανηθώ | περιπλανηθεί | ||
| β' ενικ. | περιπλανήθηκες | θα περιπλανηθείς | να περιπλανηθείς | περιπλανήσου | ||
| γ' ενικ. | περιπλανήθηκε | θα περιπλανηθεί | να περιπλανηθεί | |||
| α' πληθ. | περιπλανηθήκαμε | θα περιπλανηθούμε | να περιπλανηθούμε | |||
| β' πληθ. | περιπλανηθήκατε | θα περιπλανηθείτε | να περιπλανηθείτε | περιπλανηθείτε | ||
| γ' πληθ. | περιπλανήθηκαν περιπλανηθήκαν(ε) |
θα περιπλανηθούν(ε) | να περιπλανηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω περιπλανηθεί | είχα περιπλανηθεί | θα έχω περιπλανηθεί | να έχω περιπλανηθεί | περιπλανημένος | |
| β' ενικ. | έχεις περιπλανηθεί | είχες περιπλανηθεί | θα έχεις περιπλανηθεί | να έχεις περιπλανηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει περιπλανηθεί | είχε περιπλανηθεί | θα έχει περιπλανηθεί | να έχει περιπλανηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε περιπλανηθεί | είχαμε περιπλανηθεί | θα έχουμε περιπλανηθεί | να έχουμε περιπλανηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε περιπλανηθεί | είχατε περιπλανηθεί | θα έχετε περιπλανηθεί | να έχετε περιπλανηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν περιπλανηθεί | είχαν περιπλανηθεί | θα έχουν περιπλανηθεί | να έχουν περιπλανηθεί | ||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.