βασανίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- βασανίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος βασανίζω
Ρήμα
βασανίζομαι, πρτ.: βασανιζόμουν, στ.μέλλ.: θα βασανιστώ, αόρ.: βασανίστηκα, μτχ.π.π.: βασανισμένος
- υφίσταμαι βασανιστήρια
- ταλαιπωρούμαι ψυχικά ή σωματικά, παιδεύομαι
- μη βασανίζεσαι άλλο μ' αυτό το παλιοαυτοκίνητο, πούλα το να ησυχάσεις
Μεταφράσεις
βασανίζομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.