βογκάω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- βογκάω < βογκ(ώ) + -άω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γογγῶ[1] με ορθογραφική απλοποίηση)[2] < ελληνιστική κοινή γογγ(ύζω) + -ῶ < (ηχομιμητική λέξη)[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /voŋˈɡa.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βο‐γκά‐ω
Ρήμα
βογκάω, -άς.../βογκώ, πρτ.: βογκούσα/βόγκαγα, αόρ.: βόγκησα (χωρίς παθητική φωνή)
- (κυριολεκτικά) βγάζω δυνατή και άναρθρη κραυγή που προέρχεται μάλλον από δυσάρεστα αισθήματα, κυρίως πόνο
- (μεταφορικά) παράγω ήχο όμοιο με βογκητό
- ※ 1943 - Ο Άγγελος Σικελιανός απαγγέλλει το ποίημα του «Ηχήστε οι σάλπιγγες» στην κηδεία του Παλαμά
- Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα...
Βογκήστε τύμπανα πολέμου... Οι φοβερές
σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα!
Σ' αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα!
- Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,
- ※ 1943 - Ο Άγγελος Σικελιανός απαγγέλλει το ποίημα του «Ηχήστε οι σάλπιγγες» στην κηδεία του Παλαμά
Συγγενικά
Κλίση
- Αόριστοι: βόγκησα, βόγκηξα → λείπει η κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | βογκάω - βογκώ | βογκούσα - βόγκαγα | θα βογκάω - βογκώ | να βογκάω - βογκώ | βογκώντας | |
| β' ενικ. | βογκάς | βογκούσες - βόγκαγες | θα βογκάς | να βογκάς | βόγκα - βόγκαγε | |
| γ' ενικ. | βογκάει - βογκά | βογκούσε - βόγκαγε | θα βογκάει - βογκά | να βογκάει - βογκά | ||
| α' πληθ. | βογκάμε - βογκούμε | βογκούσαμε - βογκάγαμε | θα βογκάμε - βογκούμε | να βογκάμε - βογκούμε | ||
| β' πληθ. | βογκάτε | βογκούσατε - βογκάγατε | θα βογκάτε | να βογκάτε | βογκάτε | |
| γ' πληθ. | βογκάν(ε) - βογκούν(ε) | βογκούσαν(ε) - βόγκαγαν - βογκάγανε | θα βογκάν(ε) - βογκούν(ε) | να βογκάν(ε) - βογκούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | βόγκησα | θα βογκήσω | να βογκήσω | βογκήσει | ||
| β' ενικ. | βόγκησες | θα βογκήσεις | να βογκήσεις | βόγκα - βόγκησε | ||
| γ' ενικ. | βόγκησε | θα βογκήσει | να βογκήσει | |||
| α' πληθ. | βογκήσαμε | θα βογκήσουμε | να βογκήσουμε | |||
| β' πληθ. | βογκήσατε | θα βογκήσετε | να βογκήσετε | βογκήστε | ||
| γ' πληθ. | βόγκησαν βογκήσαν(ε) |
θα βογκήσουν(ε) | να βογκήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω βογκήσει | είχα βογκήσει | θα έχω βογκήσει | να έχω βογκήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις βογκήσει | είχες βογκήσει | θα έχεις βογκήσει | να έχεις βογκήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει βογκήσει | είχε βογκήσει | θα έχει βογκήσει | να έχει βογκήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε βογκήσει | είχαμε βογκήσει | θα έχουμε βογκήσει | να έχουμε βογκήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε βογκήσει | είχατε βογκήσει | θα έχετε βογκήσει | να έχετε βογκήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν βογκήσει | είχαν βογκήσει | θα έχουν βογκήσει | να έχουν βογκήσει |
| |
Μεταφράσεις
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- βογκάω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.