whine
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία
- whine < κληρονομημένο από τη μέση αγγλική < αγγλοσαξονική hwinan < (κληρονομημένο) πρωτογερμανική < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ς αρχής [1]
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| whine | whines |
whine (en)
- κλαψούρισμα, οξεία και μακρόσυρτη παραπονιάρικη κραυγή ή ήχος
Ρήμα
| ενεστώτας | whine |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | whines |
| αόριστος | whined |
| παθητική μετοχή | whined |
| ενεργητική μετοχή | whining |
whine (en)
- βγάζω έναν οξύ και μακρόσυρτο ήχο
- ↪ The jet engines whined at take off.
- → λείπει η μετάφραση
- ↪ The jet engines whined at take off.
- κλαψουρίζω, κλαίγομαι, παραπονιέμαι με παιδιάστικο τρόπο για ασήμαντα πράγματα
Συγγενικά
Αναφορές
- whine - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
Πηγές
- whine - The American Heritage Dictionary of the English Language online. Houghton Mifflin Harcourt.
- whine - Cambridge Dictionary online
- whine - Oxford Learner's Dictionaries
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.