βόγκος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βόγκος οι βόγκοι
      γενική του βόγκου των βόγκων
    αιτιατική τον βόγκο τους βόγκους
     κλητική βόγκε βόγκοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βόγκος < βογκ(ώ) + -ος (αναδρομικός σχηματισμός) [1] < μεσαιωνική ελληνική γογγώ < ελληνιστική κοινή γογγύζω

Ουσιαστικό

βόγκος αρσενικό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.