βλοσυρός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βλοσυρός | η | βλοσυρή | το | βλοσυρό |
| γενική | του | βλοσυρού | της | βλοσυρής | του | βλοσυρού |
| αιτιατική | τον | βλοσυρό | τη | βλοσυρή | το | βλοσυρό |
| κλητική | βλοσυρέ | βλοσυρή | βλοσυρό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βλοσυροί | οι | βλοσυρές | τα | βλοσυρά |
| γενική | των | βλοσυρών | των | βλοσυρών | των | βλοσυρών |
| αιτιατική | τους | βλοσυρούς | τις | βλοσυρές | τα | βλοσυρά |
| κλητική | βλοσυροί | βλοσυρές | βλοσυρά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- βλοσυρός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βλοσυρός[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /vlo.siˈɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βλο‐συ‐ρός
Αντώνυμα
Συγγενικά
Αναφορές
- βλοσυρός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | βλοσυρός | ἡ | βλοσυρᾱ́ & βλοσυρός |
τὸ | βλοσυρόν |
| γενική | τοῦ | βλοσυροῦ | τῆς | βλοσυρᾶς & βλοσυροῦ |
τοῦ | βλοσυροῦ |
| δοτική | τῷ | βλοσυρῷ | τῇ | βλοσυρᾷ & βλοσυρῷ |
τῷ | βλοσυρῷ |
| αιτιατική | τὸν | βλοσυρόν | τὴν | βλοσυρᾱ́ν & βλοσυρόν |
τὸ | βλοσυρόν |
| κλητική ὦ! | βλοσυρέ | βλοσυρᾱ́ & βλοσυρέ |
βλοσυρόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | βλοσυροί | αἱ | βλοσυραί & βλοσυροί |
τὰ | βλοσυρᾰ́ |
| γενική | τῶν | βλοσυρῶν | τῶν | βλοσυρῶν & βλοσυρῶν |
τῶν | βλοσυρῶν |
| δοτική | τοῖς | βλοσυροῖς | ταῖς | βλοσυραῖς & βλοσυροῖς |
τοῖς | βλοσυροῖς |
| αιτιατική | τοὺς | βλοσυρούς | τὰς | βλοσυρᾱ́ς & βλοσυρούς |
τὰ | βλοσυρᾰ́ |
| κλητική ὦ! | βλοσυροί | βλοσυραί & βλοσυροί |
βλοσυρᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βλοσυρώ | τὼ | βλοσυρᾱ́ & βλοσυρώ |
τὼ | βλοσυρώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | βλοσυροῖν | τοῖν | βλοσυραῖν & βλοσυροῖν |
τοῖν | βλοσυροῖν |
| Ο τύπος του θηλυκού σε -ός, λιγότερο συνηθισμένος. | ||||||
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'μοχθηρός' όπως «μοχθηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- βλοσυρός < → λείπει η ετυμολογία
Παράγωγα
- βλοσυρῶς
- βλοσυρώτατος
Συγγενικά
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
- βλοσυρός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βλοσυρός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.