βιδωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βιδωμένος | η | βιδωμένη | το | βιδωμένο |
| γενική | του | βιδωμένου | της | βιδωμένης | του | βιδωμένου |
| αιτιατική | τον | βιδωμένο | τη | βιδωμένη | το | βιδωμένο |
| κλητική | βιδωμένε | βιδωμένη | βιδωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βιδωμένοι | οι | βιδωμένες | τα | βιδωμένα |
| γενική | των | βιδωμένων | των | βιδωμένων | των | βιδωμένων |
| αιτιατική | τους | βιδωμένους | τις | βιδωμένες | τα | βιδωμένα |
| κλητική | βιδωμένοι | βιδωμένες | βιδωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- βιδωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου βιδώνω
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
βιδωμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.