προσκολλημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προσκολλημένος η προσκολλημένη το προσκολλημένο
      γενική του προσκολλημένου της προσκολλημένης του προσκολλημένου
    αιτιατική τον προσκολλημένο την προσκολλημένη το προσκολλημένο
     κλητική προσκολλημένε προσκολλημένη προσκολλημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προσκολλημένοι οι προσκολλημένες τα προσκολλημένα
      γενική των προσκολλημένων των προσκολλημένων των προσκολλημένων
    αιτιατική τους προσκολλημένους τις προσκολλημένες τα προσκολλημένα
     κλητική προσκολλημένοι προσκολλημένες προσκολλημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

προσκολλημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου προσκολλώ

Μετοχή

προσκολλημένος, -η, -ο

  1. που έχει προσκολληθεί σε κάτι
  2. που είναι κολλημένος συναισθηματικά σε κάτι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.