βιδώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- βιδώνω < βίδα + -ωνω
Ρήμα
βιδώνω, πρτ.: βίδωνα, στ.μέλλ.: θα βιδώσω, αόρ.: βίδωσα, παθ.φωνή: βιδώνομαι, μτχ.π.π.: βιδωμένος
Αντώνυμα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | βιδώνω | βίδωνα | θα βιδώνω | να βιδώνω | βιδώνοντας | |
| β' ενικ. | βιδώνεις | βίδωνες | θα βιδώνεις | να βιδώνεις | βίδωνε | |
| γ' ενικ. | βιδώνει | βίδωνε | θα βιδώνει | να βιδώνει | ||
| α' πληθ. | βιδώνουμε | βιδώναμε | θα βιδώνουμε | να βιδώνουμε | ||
| β' πληθ. | βιδώνετε | βιδώνατε | θα βιδώνετε | να βιδώνετε | βιδώνετε | |
| γ' πληθ. | βιδώνουν(ε) | βίδωναν βιδώναν(ε) |
θα βιδώνουν(ε) | να βιδώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | βίδωσα | θα βιδώσω | να βιδώσω | βιδώσει | ||
| β' ενικ. | βίδωσες | θα βιδώσεις | να βιδώσεις | βίδωσε | ||
| γ' ενικ. | βίδωσε | θα βιδώσει | να βιδώσει | |||
| α' πληθ. | βιδώσαμε | θα βιδώσουμε | να βιδώσουμε | |||
| β' πληθ. | βιδώσατε | θα βιδώσετε | να βιδώσετε | βιδώστε | ||
| γ' πληθ. | βίδωσαν βιδώσαν(ε) |
θα βιδώσουν(ε) | να βιδώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω βιδώσει | είχα βιδώσει | θα έχω βιδώσει | να έχω βιδώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις βιδώσει | είχες βιδώσει | θα έχεις βιδώσει | να έχεις βιδώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει βιδώσει | είχε βιδώσει | θα έχει βιδώσει | να έχει βιδώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε βιδώσει | είχαμε βιδώσει | θα έχουμε βιδώσει | να έχουμε βιδώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε βιδώσει | είχατε βιδώσει | θα έχετε βιδώσει | να έχετε βιδώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν βιδώσει | είχαν βιδώσει | θα έχουν βιδώσει | να έχουν βιδώσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.