ξεβιδωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξεβιδωμένος η ξεβιδωμένη το ξεβιδωμένο
      γενική του ξεβιδωμένου της ξεβιδωμένης του ξεβιδωμένου
    αιτιατική τον ξεβιδωμένο την ξεβιδωμένη το ξεβιδωμένο
     κλητική ξεβιδωμένε ξεβιδωμένη ξεβιδωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξεβιδωμένοι οι ξεβιδωμένες τα ξεβιδωμένα
      γενική των ξεβιδωμένων των ξεβιδωμένων των ξεβιδωμένων
    αιτιατική τους ξεβιδωμένους τις ξεβιδωμένες τα ξεβιδωμένα
     κλητική ξεβιδωμένοι ξεβιδωμένες ξεβιδωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ξεβιδωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξεβιδώνω

Μετοχή

ξεβιδωμένος, -η, -ο

  1. που έχει ξεβιδωθεί
  2. (μεταφορικά) που έχει εξαντληθεί από την κούραση, που έχει καταπονηθεί υπερβολικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.