Βερενίκη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Βερενίκη
      γενική της Βερενίκης
    αιτιατική τη Βερενίκη
     κλητική Βερενίκη
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Βερενίκη < αρχαία μακεδονική Βερενίκη

Προφορά

ΔΦΑ : /ve.ɾeˈni.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βερενίκη

Κύριο όνομα

Βερενίκη θηλυκό

  1. όνομα γυναικών στην αρχαιότητα, ιδίως από τη δυναστεία των Πτολεμαίων
  2. όνομα πόλεων στην αρχαιότητα
  3. γυναικείο όνομα

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
Βερενῑκα-
ονομαστική Βερενίκη αἱ Βερενῖκαι
      γενική τῆς Βερενίκης τῶν Βερενικῶν
      δοτική τῇ Βερενίκ ταῖς Βερενίκαις
    αιτιατική τὴν Βερενίκην τὰς Βερενίκᾱς
     κλητική ! Βερενίκη Βερενῖκαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Βερενίκ
γεν-δοτ τοῖν  Βερενίκαιν
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό.
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'νίκη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Βερενίκη < φερενίκη < φερένικος < φέρω + νίκη

Κύριο όνομα

Βερενίκη θηλυκό μακεδονικός τύπος

  1. γυναικείο όνομα (ιδίως από τη δυναστεία των Πτολεμαίων)
  2. όνομα πόλεων

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.