βερνικώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
βερνικώνω, πρτ.: βερνίκωνα, στ.μέλλ.: θα βερνικώσω, αόρ.: βερνίκωσα, παθ.φωνή: βερνικώνομαι, μτχ.π.π.: βερνικωμένος
Συγγενικά
- αβερνίκωτος
- βερνικωμένος
- βερνίκωμα
- → δείτε τη λέξη βερνίκι
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | βερνικώνω | βερνίκωνα | θα βερνικώνω | να βερνικώνω | βερνικώνοντας | |
| β' ενικ. | βερνικώνεις | βερνίκωνες | θα βερνικώνεις | να βερνικώνεις | βερνίκωνε | |
| γ' ενικ. | βερνικώνει | βερνίκωνε | θα βερνικώνει | να βερνικώνει | ||
| α' πληθ. | βερνικώνουμε | βερνικώναμε | θα βερνικώνουμε | να βερνικώνουμε | ||
| β' πληθ. | βερνικώνετε | βερνικώνατε | θα βερνικώνετε | να βερνικώνετε | βερνικώνετε | |
| γ' πληθ. | βερνικώνουν(ε) | βερνίκωναν βερνικώναν(ε) |
θα βερνικώνουν(ε) | να βερνικώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | βερνίκωσα | θα βερνικώσω | να βερνικώσω | βερνικώσει | ||
| β' ενικ. | βερνίκωσες | θα βερνικώσεις | να βερνικώσεις | βερνίκωσε | ||
| γ' ενικ. | βερνίκωσε | θα βερνικώσει | να βερνικώσει | |||
| α' πληθ. | βερνικώσαμε | θα βερνικώσουμε | να βερνικώσουμε | |||
| β' πληθ. | βερνικώσατε | θα βερνικώσετε | να βερνικώσετε | βερνικώστε | ||
| γ' πληθ. | βερνίκωσαν βερνικώσαν(ε) |
θα βερνικώσουν(ε) | να βερνικώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω βερνικώσει | είχα βερνικώσει | θα έχω βερνικώσει | να έχω βερνικώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις βερνικώσει | είχες βερνικώσει | θα έχεις βερνικώσει | να έχεις βερνικώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει βερνικώσει | είχε βερνικώσει | θα έχει βερνικώσει | να έχει βερνικώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε βερνικώσει | είχαμε βερνικώσει | θα έχουμε βερνικώσει | να έχουμε βερνικώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε βερνικώσει | είχατε βερνικώσει | θα έχετε βερνικώσει | να έχετε βερνικώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν βερνικώσει | είχαν βερνικώσει | θα έχουν βερνικώσει | να έχουν βερνικώσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.